Το μήνυμα του ξάδερφου ήταν καθαρό:

– «Ο Γέροντας μας προσκαλεί στο Κελί του και νομίζω πως πρέπει να πάμε».

Παρόλο που ήταν τέλη Φθινόπωρου και  ο καιρός άρχισε να παίρνει την πορεία του προς τον πικρό χειμώνα, στο συγκεκριμένο γεροντικό κάλεσμα, δεν μπορούσε να μας βγει αρνητική απάντηση.  Ο Γέροντας,  είναι γνωστός με τον ιατρό ξάδερφο, αφού κατά καιρούς, όταν εξέρχεται του Άθωνος, τον επισκέπτεται ως ασθενής στην Αθήνα.  Μαζί, πρωτογνωριστήκαμε προ διετίας στη Νέα Σκήτη, όπου και παραμείναμε στο ιερό Κελίο του, για προσκυνηματικούς λόγους.  Έγιναν οι δέουσες διευθετήσεις και αφού συνδεθήκαμε με τον ξάδερφο στη Θεσσαλονίκη, αυθημερόν αναχωρήσαμε για την Ουρανούπολη, όπου διανυκτερεύσαμε.  Την επόμενη, πλεύσαμε με ταχύπλοο και μετά από μίαν περίπου ώρα, φτάσαμε στο λιμανάκι της Αγίας Άννας.   Με την αποβίβασή μας παραδώσαμε τις αποσκευές ώστε να μεταφερθούν με μουλάρια στο Κελί του προορισμού μας.  Εμείς επιλέξαμε την ανηφορική πεζοπορία, στην οποία περιλαμβάνονταν  περισσότερα των δύο χιλιάδων σκαλοπατιών.  Στο άκουσμα του τόσο μεγάλου αριθμού καταλήφθηκα από δέος, με την σκέψη να κατευθύνεται στο ιστορικό της υγείας μου.  Όταν εξωτερίκευσα τον φόβο μου, ένας άγνωστός μας μοναχός, πλησίασε και μου είπε:

– «Θα ξεκινήσεις, λέγοντας συνέχεια την Ευχή (Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με).  Πατώντας το ένα πόδι θα λες το «Κύριε Ιησού Χριστέ» και στο άλλο το «ελέησόν με».   

Γνωρίζοντας ότι η «υπακοή σημαίνει ζωή και η ανυπακοή θάνατο», κάναμε τον Σταυρό μας και ξεκινήσαμε.  Σαν ανεβήκαμε κάπου πενήντα σκαλιά, αντιλήφθηκα πως η ευχή ενεργοποιήθηκε, αφού συναντήσαμε δύο νέους ανθρώπους, από τους οποίους ο ένας, έμελλε ν’ αποτελέσει το προστατευτικό μου δόρυ.  Νέος, στην ηλικία των 35 με 40 χρόνων και βάρους όχι λιγότερου των εκατόν τριάντα κιλών, βάδιζε καταϊδρωμένος και ξυπόλητος, δίνοντας την εικόνα πως ανέβαινε την οδό του μαρτυρίου.  Ενόσω έβλεπα τον υπέρβαρο συμπροσκυνητή μας να προχωρεί με το ηθικό απτόητο, οι ψυχικές μου μπαταρίες φορτίζονταν και μαζί με την «αδιάλειπτη προσευχή», έδιωχναν το ενοχλητικό άγχος, που απρόσμενα, εκ της απιστίας με είχε κυριεύσει.   Στο πρώτο συναπάντημά μας, μετά τον αλληλοχαιρετισμό, πιάσαμε την κουβέντα, δεθήκαμε σαν μικρο-ομάδα και κατά την δύναμη του καθενός, ανηφορούσαμε για την ερημική Αγία Άννα.  Για του λόγου το αληθές, πειραζόμενος από το πάθος της περιέργειας, ήθελα να μάθω τον λόγο της ανυποδησίας του νεαρού συνοδοιπόρου  μας.  Ενώ έφερνα την ερώτηση στο στόμα μου, αυτή διακοπτόταν από τη λόγια φράση «το μη σε μέλλει μη ρωτάς»,  που συχνά βάζει φρένο, σε τούτο το ανθρώπινο ψυχικό πάθος.  Παρόλο που γνώριζα, πως, το σφάλμα διόλου δεν μετριάζεται, την ερώτηση μετέτρεψα στην απάντηση, που υποψιαζόμουνα. – «Τάμα, τάμα, ε».

–  «Ακριβώς αδερφέ.  Παρακάλεσα την Αγία  Άννα, μεγάλη Χάρις Της και εισάκουσε την προσευχή και παράκλησή μου.  Τώρα ξεπληρώνω το χρέος μου».

– «Είσαι σωστός χριστιανέ μου.  Τον κόπο μας θέλει ο Θεός και οι Άγιοί Του.  Παλαιότερα στη Ρωσία, οι προσκυνητές μόνο περπατητοί πήγαιναν στα μοναστήρια και τα Προσκυνήματα.  Και συμπλλήρωσα:  Κάποτε, ο μεγάλος Σέρβος Θεολόγος και Καθηγητής Πανεπιστημίου Ιουστίνος Πόποβιτς, μετέβαινε με το αμάξι του από μια περιοχή της Σερβίας σε άλλη.  Στο δρόμο, συνάντησε μια γριά και είπε στον αμαξηλάτη να σταματήσει για να την μεταφέρουν στον προορισμό της.  Στο κάλεσμα του Πατρός Ιουστίνου, η γριά αρνήθηκε, λέγοντάς του πως δεν έχει χρήματα.   Μα δε θα πάρουμε χρήματα γιαγιά, της είπε ο Άγιος Ιουστίνος.  Το γνωρίζω παιδί μου πως δεν θα πληρωθείτε, αλλά δεν έχω χρήματα ν’ αγοράσω λάδι και φυτίλι, ν’ ανάψω το κανδήλι της Παναγίας, ώστε να την ευχαριστήσω για την βοήθεια που μου προσφέρει.  Και ο Πατήρ Ιουστίνος, αργότερα, έλεγε:  Όντας Καθηγητής Θεολογίας, από εκείνη την ταπεινή, θεοσεβή γριά, δέχτηκα το μεγαλύτερο θεολογικό μάθημα στη ζωή μου».

Πότε με λίγη κουβέντα και πότε με λίγη ξεκούραση, κατά τις μεταμεσημβρινές ώρες πατήσαμε τα πόδια μας στον αυλόγυρο του Κυριακού της Αγίας Άννας.  (Κυριακό, ονομάζεται ο κεντρικός ναός μιας Σκήτης, στον οποίο μαζεύονται οι μοναχοί της Σκήτης στην Θεία Λειτουργία της Κυριακής).  Μετά το πρώτο προσκύνημα στο ναό της Θεοπρομήτορος, συνεχίσαμε την πορεία μας μέσα από ένα στενό, ανηφορικό και συνάμα φιδόστριφτο μονοπάτι, για το Κελί των Αγίων Αρχαγγέλων, όπου μας περίμενε ο Γέροντας.  Φτάνοντας κοντά του, αφού λάβαμε την ευχή του, τον ρώτησα, πού θα άφηνα το φορτίο που κουβαλούσα.

–  «Για ποιο φορτίο μιλάς Κωνσταντίνε;»  Αντερώτησε ο Γέροντας.

– «Κουβαλώ ένα βαρύ φορτίο, στο οποίο περιέχονται, σχεδόν, όλων των ειδών οι αμαρτίες, εκτός από τις θανάσιμες».

–  «Το φορτίο σου είναι καλοδεχούμενο και να το αφήσεις μπροστά στην εικόνα των Αρχαγγέλων, όπως  κάνει και η ταπεινότητά μου».

–  «Τι λέτε Γέροντα;  Αμαρτάνει και η Οσιολογιώτητά σας

–  «Οὐδείς ἀναμάρτητος, εἰ μή εἷς ὁ Θεός».  Η αποφυγή της αμαρτίας χρειάζεται μεγάλη προσοχή, παιδί μου.   

Κάναμε ως είπε ο Γέροντας και μετά την τράπεζα (γεύμα) – η οποία να σημειωθεί, πως, στο αναφερόμενο Κελί γίνεται μόνο μία φορά την ημέρα – κρατώντας στα χέρια μου ένα φακελάκι με χρήματα και κάποια ονόματα ευσεβών πιστών για μνημόνευση, θέλησα να τα δώσω στον Γέροντα.

–  «Τι είναι αυτά παιδί μου

–  «Γέροντα, κάποιοι συνδημότες μου και άλλοι συμπατριώτες, έδωσαν τα ονόματά τους για Παράκληση και μερικά χρήματα για τις ανάγκες σας».

–  «Παιδί μου, βεβαίως θα κάνω Παράκληση, αλλά τα χρήματα γιατί;  Δεν παίρνουμε χρήματα σε τέτοιες περιπτώσεις».

Αμέσως κατάλαβα. – «Το ξέρω Γέροντα, δεν πρόκειται περί αμοιβής, απλά για να προμηθευτείτε κερί που χρησιμοποιείτε στο ναό «εις Δόξαν των Αρχαγγέλων».

–  «Ευλογημένο», απάντησε, οπότε του έδωσα τα τάματα των πιστών, όπως έκανε και ο ξάδερφος συμπροσκυνητής.

– «Κι εσύ γιατρέ;»

–  «Ακούσατε Γέροντα.  Για το κερί των Αγίων».

Και για του λόγου το αληθές, ο Γέροντας έχει μεγάλες ανάγκες, αφού εκτός των τόσων άλλων, ανακαινίζει το ερειπωμένο Κελί του, εργαζόμενος χειρωνακτικά, παρά την ηλικία του.

Στις έξι το πρωί μπαίναμε στο ναΐσκο του Κελιού για την τέλεση του Όρθρου.  Πότε ως αναγνώστες και πότε ως ψάλτες, συμμετείχαμε ενεργά στο λειτουργικό μέρος, δίνοντας κάποιες ανάσες στον ευλαβέστατο διάκονο του Θεού, που ενόσω πλησίαζαν οι μέρες της αναχώρησης μας, έλεγε: – «Θα μου λείψετε, η απουσία σας θα φανεί».

Ο ξάδερφος με είχε ενημερώσει από την πρώτη επίσκεψή μας στον Γέροντα, όταν εγκαταβίωνε στη Νέα Σκήτη, ότι, κατά μεγάλη πιθανότητα, αυτός, είναι φορέας της Χάριτος και μάλιστα του προορατικού χαρίσματος.  Κάτι πήγα να αντιληφθώ, κάτι πέρασε στην καρδιά μου, αλλά όταν τον συμβουλεύτηκα για κάποια πρόθεσή μου και υπήρξε κάθετα αποτρεπτικός, πράγμα για το οποίο στη συνέχεια  επαληθεύτηκε, ειλικρινά, «εκ μέσης καρδίας», ολόθερμα τον ευχαριστώ.  Ακολούθησαν αρκετά, για τα οποία «έβαλα τον δάκτυλό μου, επί τον τύπο των ήλων».  Σε τηλεφωνικές επικοινωνίες μας, όταν κατακλύζομαι από θλίψεις και στενοχώριες, οι νουθεσίες του Γέροντα, σαν ηλεκτρικό ρεύμα διαπερνούν το σώμα μου και καταλαμβάνομαι από ψυχικήν ηρεμία.  Κάποια μέρα, είπα στον ξάδερφο, πως για να αξιωθεί τέτοιων χαρισμάτων ο ερημίτης αυτός μοναχός, πρέπει να πέρασε διάφορα επίπονα στάδια στη ζωή του, συνοδευμένα με πνευματικούς ασκητικούς αγώνες.  Ήταν από τις ελάχιστες φορές, που η πνευματική επικοινωνία μας ανταμώθηκε, σχεδόν, στην τελειότερή της μορφή. Γιατί;  Με την επιστροφή μας από το «Σπήλαιο» του Αγίου Γερασίμου Κεφαλλονίτη, που βρίσκεται κάπου τριακόσια μέτρα βορειοδυτικά του Κυριακού της Σκήτης, καθίσαμε δίπλα στον Γέροντα, ο οποίος μέσα στην ανυπόφορη αγιορείτικη παγωνιά, ασκούσε το μοναδικό του εργόχειρο. Φτιάχνει ωραιότατα βραχιολάκια, μικρά και μεγάλα, χρησιμοποιώντας ξηρά ελιοκόκκονα.

–  «Και πού τα πουλάτε Γέροντα;»  τον ρωτήσαμε.

– «Ποτέ δεν πούλησα κάτι από το εργόχειρό μου», απάντησε. «Τα δίνω ως ευλογία στους εδώ προσκυνητές και όχι μόνο».

Η κουβέντα που δεν συνοδευόταν από περιέργεια, σε λίγο, οδήγησε στο συμπέρασμα, που καθ’  οδόν προηγουμένως, ανέφερα στον γιατρό.  Ο Γέροντας, υπήρξε επώνυμος της ελληνικής κοινωνίας με διευθυντική θέση και περιουσία σημαντική.  Η συνέχεια ήταν συγκινητική και παραμένει κρυμμένη στις καρδιές μας, όπως ακριβώς είναι και το σωστό.  Τα  όσα ακούσαμε, μας ήταν αρκετά. Διαπιστώσαμε ότι είχαμε μπροστά μας ένα μεγάλο αγωνιστή της πίστεως.  Γέροντα,  είπα μέσα μου, εάν για την αγάπη του Θεού θεωρείς ευεργετικά τα όσα σου συνέβησαν στον κόσμο, μαντεύω σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεσαι.  Ευχόμαστε η Θεοπρομήτωρ  και η Θεομήτωρ, να σας χαρίζουν μονίμως τα καλά του δωρεοδότη Θεού.  Προσεύχου και για μας τους αμαρτωλούς.