«Γειά σου Μοναγρίτικον στην ποίησην τεγνίτικον».
Ο Ιωάννης Δ. Κυριακόπουλος γνωστός και ως Γιαννής Μοναγρίτης, γεννήθηκε στο Μονάγρι το 1881 και απεβίωσε στο Καϊμακλί το 1966. Πατέρας του Γιαννή ήταν ο Τσιτσεκλής από το Μονάγρι, επωνυμία την οποία ασπάστηκε ο ποιητής:
Ο Γιαννής ο Τσιτσεκλής που μέσα στο Μονάγρι,
γεναίκαν άσπρην εν ήβρεν τζι επήρεν μίαν μαύρην.* (Αφήγηση Γεώργιος Μωυσή, κάτοικος Μοναγρίου, 91 χρόνων).
Ο Τσιτσεκλής έζησε κατά το 19ο αιώνα κι επαγγελλόταν και τον βιολάρη. Ήταν δεξιοτέχνης βιολιστής και συχνά προσκαλείτο από Τούρκους στρατιώτες που διέμεναν σε καταυλισμό δίπλα από το Μονάγρι, για να παίξει ψυχαγωγικούς σκοπούς στα φαγοπότια τους. Όταν οι Οθωμανοί έρχονταν σε κέφι, συνήθιζαν να πηγαίνουν στο χωριό με κακές προθέσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο Τσιτσεκλής, δεξιοτεχνικά «τραβούσε δοξαρκές», που φανέρωναν τη φράση, «κρύψε μάνα το παιδί να γλυτώσεις τη ζωή». Με τους ήχους του βιολιού οι γυναίκες και οι κοπέλες έφευγαν προς τους αγρούς όπου κρύβονταν, αποφεύγοντας έτσι να έρθουν αντιμέτωπες με τους ενοχλητικούς Οθωμανούς.*(Πληροφορία Νίκος Αριστείδου από το Μονάγρι, απόγονος του Τσιτσεκλή). Δεν γνωρίζουμε αν το επώνυμο του βιολάρη Τσιτσεκλή είναι οικογενειακό – δηλαδή ο νεότερος Τσιτσεκλής ήταν απόγονος του μεσαιωνικού – ή το προσωνύμιο, του αποδόθηκε για τη λεβεντιά και την παλικαριά του, ανακαλώντας έτσι τον διάσημο άρχοντα Τσιτσεκλή της Ενετοκρατίας.
Ο Ιωάννης Κυριακόπουλος ένεκα των συνθηκών της εποχής – τέλη 19ου αιώνα – δεν ευτύχησε να πάρει γυμνασιακή μόρφωση. Φαίνεται πως φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο της γενέτειράς του, αφού μεγαλώνοντας, κατάφερε να αποκτήσει ένα εγκυκλοπαιδικό πλούτο, ο οποίος φαίνεται μέσα στα ποιήματά του. Το πρώτο του ποίημα – τραγούδι, το εμπνεύστηκε από τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912 – 1913) και είχε ως τίτλο: «Ο ηρωικός θάνατος υπέρ πατρίδος του Χριστόδουλου Σώζου εις την μάχην του Μπιζανίου την 6ην Δεκεμβρίου 1912».*(Γιαγκουλλή Γ. Κωνσταντίνος, Οι ποιητάρηδες της Κύπρου, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 249).
Παράλληλα με τη λαϊκή στιχουργική, επαγγελλόταν και τον τσαγκάρη. Στις αρχές του 20ου αιώνα παντρεύτηκε την Καλλιόπη από την Τεμπριά. Τη δεκαετία του 1920 απεβίωσε η γυναίκα του και ο Μοναγρίτης παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, το 1929, στο Διόριος της επαρχίας Κερύνειας. Μετά το δεύτερο του γάμο, η αυτοσύστασή του διαμορφώθηκε:
«Είμαι το Μοναγρίτικον
στην ποίησην τεγνίτικον
τζιαι τώρα Δκιοριΐτικον».
Σε αρκετά εξώφυλλα ποιητικών φυλλάδων του, έγραφε στίχους, μέσα από τους οποίους έδινε κάποια εικόνα της προσωπικής του κατάστασης. Στα γηρατειά του, πνευματικά αγέραστος, έγραψε:
Ο Μοναγρίτης ποιητής γέρος ο καϋμένος
πούζης, κουτσός, ανήμπορος, παντού σακκατεμένος.
Κατά παντού τα πλάσματα το χάλι μου θωρούσι
μικροί, μεγάλοι όλοι τους εμένα βοηθούσι
και με τα πλούτη και χαρές όλοι τους να περνούσι.* (Γιαγκουλλής Κωνσταντίνος, Κύπριοι Λαϊκοί Ποιητές, Εκδόσεις Χρ. Ανδρέου, Λευκωσία, 1983, σελ. 270 – 274).
Σχεδόν σε όλα τα ποιήματά του είχε ως «σλόγκαν» – σύνθημα, τον ακόλουθο στίχο:
«Είμαι το Μοναγρίτικον στην ποίησην τεγνίτικον» ή
«Ο Γιαννής ο Μοναγρίτης τζιαι στην ποίησην τεγνίτης».
Ο Μοναγρίτης συμμετείχε και σε ποιητικούς διαγωνισμούς, που τότε, συνήθως διεξάγονταν σε γιορτές του Κατακλυσμού. Σε ένα τέτοιο διαγωνισμό στην Κερύνεια, τον Ιούνη του 1925, ο Μοναγρίτης διαγωνίστηκε στα δίστιχα και το «τσιάττισμα». Η εφημερίδα «Φωνή της Κύπρου», σε σχόλιό της, ανάμεσα σ’ άλλα έγραψε:
«…….οι χοροί, τα τζαττίσματα, οι κολυμβητικοί αγώνες, αι λεμβοδρομίαι εξετελέσθησαν, με τάξιν και άμιλλαν. Ιδίως τα δίστιχα και τζαττίσματα εξετελέσθησαν υπό δύο ποιητών του Μελή Χ΄΄ Χάμπουλλου από τη Μόρφου και του Γιαννή Κυριακόπουλου Μοναγρίτου με πείσμα. Επί αρκετήν ώραν ηγωνίζοντο τις θα καταβάλη τον έτερον. Εν τέλει η Επιτροπεία εβράβευσεν αμφοτέρους. Εις πάντας τους νικητάς εδόθησαν μετάλλια».*(Εφημ. Φωνή της Κύπρου, 13.06.1925, σελ. 3).
Σε άλλο ποιητικό διαγωνισμό, το 1929, και πάλι στον Κατακλυσμό στην Κερύνεια, ο Μοναγρίτης διαγωνίστηκε με το «Τσοκκούδι» από το Αυγόρου, τον «Πέσοτζιες» από τον Άγιο Αμβρόσιο Κερύνειας και τον «Ματσούκαν» από το Δίκωμο. Στο τέλος του διαγωνισμού, η κριτική επιτροπή βράβευσε ως καλύτερους, τον «Πέσοτζιες» και τον Μοναγρίτη.*(Εφημ. Ελευθερία, 29.06.1929, σελ. 3).