Στις 9 Σεπτεμβρίου του 1909, στο Μαζωτό διαπράχθηκε ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα της εποχής, το οποίο συγκλόνισε ολόκληρη την κυπριακή κοινωνία. Πέντε Τουρκοκύπριοι από τα γειτονικά χωριά Σοφτάδες και Κιβισίλι κι ένας Ελληνοκύπριος από ξένο χωριό, δολοφόνησαν πέντε πρόσωπα της ίδιας οικογένειας. Ολόκληρη «φαμίλια» κόντεψε να ξεκληριστεί, για σχεδόν άγνωστους, αλλά όχι σημαντικούς λόγους. Άλλωστε πόσοι και πόσοι, στα περασμένα χρόνια, δεν έχασαν τη ζωή τους γι’ ασήμαντες αιτίες. Οι ξένοι αφεντάδες της Κύπρου, έδειχναν υποτιπώδες ενδιαφέρον για τη σωστή διοίκηση και την ανόρθωση του επιπέδου του λαού. Η προσοχή τους βρισκόταν μόνιμα στραμμένη στους λόγους που κατάκτησαν το νησί. Την αξιοποίηση της στρατηγικής θέσης της μεγαλονήσου για τα συμφέροντα της χώρας τους, την αρπαγή οποιουδήποτε πλούτου διέθετε ο τόπος, την είσπραξη φόρων από τους υπόδουλους κατοίκους και γενικά την κάθε είδους εκμετάλλευση των ανυπεράσπιστων Κυπρίων. Έτσι η ανασφάλεια ήταν αναπόσπαστο μέρος της ζωής του λαού. Η περίπτωση του μεγάλου φονικού στο Μαζωτό, αποτελεί κλασσικό παράδειγμα του συστήματος της κακοδιοίκησης.

Η μετάδοση της συνταρακτικής είδησης σε πόλεις και  χωριά, δεν έγινε με το ραδιόφωνο ούτε με τις εφημερίδες. Το πρώτο δεν είχε ακόμα εμφανστεί στον τόπο μας, ενώ οι ελάχιστες εφημερίδες της εποχής, κυκλοφορούσαν ανά δεκαπενθήμερο, περισσότερο στις πόλεις και λιγότερο σε κάποια χωριά. Η διάδοση των νέων γινόταν με πρωτότυπα μέσα, που ίσως σήμερα θα ξενίζουν τις νεότερες γενιές. Τα μέσα αυτά ήταν οι επαγγελματίες ποιητάρηδες. Σαν έφτανε στ’αυτιά τους κάποιο «μαντάτο εμπορικό» – συνήθως φόνος, θαύμα αγίου, ερωτικό ειδύλλιο, θεομηνία –  φρόντιζαν να βρεθούν «επί τόπου», για να μαζέψουν στοιχεία και πληροφορίες. Στοιχεία σημαντικά για τη δουλειά τους, αλλά και μικρές λεπτομέρειες κι όπου ήταν κατορθωτό, κάποια φωτογραφία. Το έγκλημα του Μαζωτού εξιστόρισανσε έμμετρο λόγο, ο ξακουστός ποιητής Χριστόφορος Παλαίσιης από το χωριό Αυγόρου της Αμμοχώστου και ο Ιωάννης Μελάρης από τη Γερμασόγια.

Με οδηγό την ποιητική φυλλάδα του Χριστόφορου Παλαίση, που βρίσκεται στα «Άπαντα» του, ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε από το συγγραφέα – ερευνητή Κωνσταντίνο Γιαγκουλλή, πληροφορύμε κάποια γεγονότα που σχετίζονται με τον πενταπλούν φόνο του Μαζωτού. Λίγο έξω από το χωριό, κοντά στις όχθες του ποταμού Πούζη, ήταν κτισμένες δυο κατοικίες, στις οποίες διέμεναν Μαζωθκιανοί, που ασχολούνταν με γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες. Εξιστορεί ο Παλαίσης:

«…Λοιπόν ν’ αρχίσω να τα πω με την βουλήν Κυρίου,

ένας Μηνάς του Αργυρού εκ του αυτού χωρίου,

σχεδόν δυο μίλια αγγλικά έξω που το χωρίον,

εκεί στον Πούζην ποταμόν, αριστερά πλησίον,

ένα σπιτάκιν έκτισεν κι ήτο με τα παιδιά του

κι εκαλλιέργει τακτικά εκεί τα κτήματά του.

Από εδώ θα μάθετε την ιστορίαν όλην,

στην δεξιάν του ποταμού έχει ένα περβόλιν.

Είναι τους γιούδες του Πετρή που το αυτό χωρίον,

εκεί γειτόνοι του Μηνά διάστημα ολίγον.

Ο πρώτος είναι ο Γιωρκής, Κίσσας επωνυμίαν,

και δεύτερος Χριστόφορος με την Ορθοδοξίαν….»

Στη συνέχεια ο ποιητής χαρακτηρίζει το Μηνά ως άνθρωπο πολύ φιλήσυχο κι εργατικό και αποδίδει τα αίτια του φονικού στο γεγονός πως, σ’ εκείνη την περιοχή, Τούρκοι βοσκοί έσφαζαν συχνά αρνιά και πρόβατα, τα οποία έκλεβαν από ξένα κοπάδια. Η οικογένεια του Μηνά έβλεπε τα διαδραματιζόμενα, γι’ αυτό οι αιμοβόροι κλέφτες θέλησαν να τους ξεκάνουν, γιατί φοβούνταν μήπως κάποια μέρα προδοθούν.  Έτσι ένα βράδυ κοντά στα μεσάνυκτα, οι δολοφόνοι οπλισμένοι με τουφέκια, μαχαίρια και «ττοππούζες», περικύκλωσαν το σπίτι του Μηνά. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού πρόλαβε να σηκωθεί από το κρεββάτι και πρόβαλε κάποια αντίσταση στους αδίστακτους φονιάδες. Δεν μπόρεσε όμως να αποφύγει το μοιραίο, όπως και τέσσερα άλλα μέλη της οικογένειάς του, τα οποία βρίσκονταν στα στρώματά τους. Θύματα ήταν η έγκυος γυναίκα του Μαρίνα, οι κόρες τους Ελεγκού και Ευλαμπία και ο μικρός γιος τους Νησίφορος. Όπως έλεγαν οι παλαιότεροι κάτοικοι Μαζωτού, οι άγριοι φονιάδες πέταγαν ψηλά το μωρό κι έβαζαν το μαχαίρι και καρφωνόταν πάνω. Ο μόνος που διασώθηκε, σαν από θαύμα, αφού κρύφτηκε μέσα σε σωρό από κριθάρι, ήταν ο δεκατετράχρονος γιος τους Αργυρός. Όταν οι φονιάδες έφυγαν, ο Αργυρός βγήκε από τη σωρό του κριθαριού και προχώρησε για το χωριό. Κόντευαν χαράματα. Στο δρόμο για το Ζύγι, συνάντησε μερικούς καμηλάρηδες από τη Λάρνακα που κουβαλούσαν εμπόρευμα για τα μέρη της Λεμεσού. Ο Αργυρός τους διηγήθηκε τα συμβάντα κι εκείνοι τον έβαλαν σε γκαμήλα και κατευθύνθηκαν όλοι για το χωριό. Στο πρώτο σπίτι – ήταν του Μιχάλη Πιπονίδη – του είπαν τα καθέκαστα κι εκείνος αμέσως ειδοποίησε τον μουκτάρη του χωριού. Ο μουκτάρης έδωσε εντολή να κτυπήσουν την καμπάνα της εκκλησίας κι έτσι, χαράματα, μαζεύτηκε όλο το χωριό στην πλατεία.

Η πρώτη εφημερίδα, στις σελίδες της οποίας δημοσιεύτηκε η τραγική είδηση, ήταν το «Νέον Έθνος». Με τίτλο, «Στυγερόν έγκλημα εις Μαζωτόν», έγραφε στην έκδοσή της, την 25 Σεπτεμβρίου 1909: «Την δε νύκταν της παρελθούσης Τετάρτης διεπράχθη αποτροπαιότατον έγκλημα σχεδόν καθ’ολοκλήρου ελληνικής οικογενείας εν απομεμονωμένω τινί οικίσκω απέχοντι του Μαζωτού έν περίπου μίλιον. Τούρκοι χωρικοί εκ των χωρίων Κιβισιλίου και Σοφτάδων, μεταβάντες εκεί περί το μεσονύκτιον, εύρον τον οικοδεσπότηνκοιμώμενον εις την αυλήν και εφόνευσαν αυτόν δια πυροβόλου. Εις τον κρότον του όπλου έδραμεν η σύζυγος μετά των τέκνων της, αλλά προ της θέας των φονέων και του θύματος υπεχώρησαν έντρομοι και έκλεισαν ερμητικώς την θύραν. Τότε οι κακούργοι επεζήτησαν να εκβιάσωσι την είσοδον, ωθούντες και είτα πυροβολούντες κατά της θύρας, όπερ εν τέλει κατορθώσαντες εφόνευσαν δια μαχαίρας την σύζυγον και τας δύο αυτής θυγατέρας. Την προσοχήν των αιμοβόρων τούτων τεράτων διέλαθεν ο δεκατετραετής υιός της οικογενείας, κρυβείς υπό την κλίνην. Δύοπερίπου ώρας μετά το φρικαλέον δράμα, ο διασωθείς υιός, έσπευσεν και ανήγγειλε τα διαπραχθέντα εις Μαζωτόν, βεβαιώσας ότι ανεγνώρισε ένα των κακούργων. Η αστυνομία συνέλαβε ως δράστας του εγκλήματος επτά Οθωμανούς εκ των άνω μνησθέντων χωρίων και ένα των ημετέρων εκ της ενορίας Αγίου Ιωάννου. Το τετραπλούν τούτο έγκλημα κρατεί εις βαθυτάτην συγκίνησιν ολόκληρον την πόλιν».

Μετά την εκτέλεσην των κακούργων, η ίδια εφημερίδα  έγραψε: «Την πρωίαν της παρελθούσης Τρίτης εγένετο η εκτέλεσις της θανατικής ποινής των υπό του Κακουργιοδικείου καταδικασθέντων ως δραστών του πενταπλού φόνου του Μαζωτού, πέντε Μωαμεθανών και ενός Χριστιανού, απάντων ποιμένων, στηθείσης προς τον σκοπόν τούτον και δευτέρας αγχόνης. Οι κατάδικοι απηγχονίσθησαν ανά τρεις, μη ομολογήσαντες, ως λέγεται, την ενοχήν των ουδέ κατά την τελευταίαν στιγμήν, οι δε νεκροί παρεδόθησαν προς τους συγγενείς των, οίτινες εφρόντισαν περί της ταφής των. Ο νεκρός του χριστιανού καταδίκου ετάφη εν τω κοιμητηρίω της πολεως (Λάρνακας), μετά νεκρώσιμον ακολουθίαν ψαλείσαν εν τη Μονή του Αγίου Γεωργίου του Κοντού. Ολίγας ημέρας προ της εκτελέσεως είχεν επιτραπεί όπως οι συγγενείς και άλλοι επισκέπτωνται τους καταδίκους μέχρι της παραμονής, εφ’ ής αι θύραι του φρουρίου παρέμειναν κλεισταί, μέχρι ου η εξουσία εξεπλήρωσε το καθήκον της».

 Σε δεύτερη φυλλάδα του, ο λαϊκός ποιητής Παλαίσιης, εξιστόρησε την καταδίκη των έξι δολοφόνων και τον απαγχονισμό τους στο φρούριο της αστυνομίας Λάρνακας, που πραγματοποιήθηκε στις 15 Μαρτίου το 1910. Μεταξύ άλλων, ο Χριστόφορος Παλαίσης, έγραψε:

«…Βγάλλουν τους έξω, το λοιπόν, όλους λιγοφυρμένους

από το Δικαστήριον σαν μισοπεθαμμένους.

Πλήθος λαού, ως είπαμεν, και η Αστυνομία,

τσαούσσηδες, ομπάσσηδες, πεζοί, καβαλλαρία.

Στο κάστρον τους επήρασιν κι εμείναν κρατημένοι,

όταν ήλθεν η μέρα τους η προσδιορισμένη.

Στον Διοικητήν της Λάρνακος και εις τους συγγενείς τους

ο Αρμοστής εδήλωσεν το τέλος της ζωής τους.

Μαρτίου δύο, έγραψεν, πρέπει να κρεμμασθώσιν,

όπως επράξασιν κι αυτοί, έτσι να βραβευθώσιν.

…………………………………………………………………..

Μιαν παροιμίαν τακτικά ο κόσμος συναφέρνει,

κείνος που δίδει μάχαιραν, πάλιν μάχαιραν παίρνει!

Λοιπόν, στον τόπον της θηλιάς όταν επλησιάσαν,

μ’ έναν παννίν τα μάτια τους πάνω τα εσκεπάσαν.

Εις τον λαιμόν τους το σχοινίν κατόπιν επεράσαν

και σαν αρνιά στο μακελλειόν έτσι τους εκρεμμάσαν….»