ΛΙΜΝΑΤΙ – Το χωριό που ανθίζει στην καρδιά του χειμώνα

Περιγραφή

Το βιβλίο διατίθεται από το Κοινοτικό Συμβούλιο Λιμνάτι.

Απόσπασμα από το βιβλίο

Βρακάδες

«Πέντε Βράντζιοι μιαν ριάλαν

τζι ένας βρακάς έναν μιλιούνιν».

Η πιο πάνω παροιμία θέλει να πει, ότι, πέντε φραγκοφορεμένοι (παντελονάδες) ένα γρόσι αξίζουν, ενώ ένας βρακάς αξίζει έναν εκατομμύριο.

Η βράκα ήταν ανδρικό ένδυμα που φορέθηκε για τρεις περίπου αιώνες από τους Κύπριους. Στο νησί εμφανίστηκε με την άφιξη των Οθωμανών κατακτητών (1571), των οποίων αποτελεί εφεύρεση. Στις χώρες της οθωμανικής αυτοκρατορίας η βράκα παρουσιάστηκε με διάφορες παραλλαγές. Ήταν φτιαγμένη από χοντρό «δίμιτο» βαμβακερό, υφασμένο στη βούφα. Η λέξη «δίμιτο» είναι σύνθετη και έχει την προέλευσή της στο αριθμητικό δύο και το ουσιαστικό μίτος, επειδή το ύφασμα ήταν διπλής ύφανσης. Το πανί της βράκας συνήθως ήταν άσπρου χρώματος και βαφόταν μαύρο από ειδικούς μαστόρους, που διατηρούσαν βαφεία στις πόλεις ή και σε μεγάλα χωριά. Στο πάνω μέρος η βράκα ήταν σουρωτή – «προσσιαστή» και από μέσα περνούσαν ένα μεγάλο κορδόνι, συνήθως φυτίλι, για να δένεται. Αυτό ονομαζόταν «βρακοζώνι» ή και «φακαρόνα». Τη θηλιά που κατασκευαζόταν στο πάνω μέρος για να περνά το βρακοζώνι, την έλεγαν «βρακοθηλιά». Στο κάτω μέρος της βράκας υπήρχαν τα δύο ανοίγματα, από τα οποία περνούσαν τα πόδια και έφθαναν μέχρι κάτω από τα γόνατα.

 Όπως σε όλα τα μέρη της Κύπρου έτσι και στο Λιμνάτι, οι χωρικοί υιοθέτησαν τη βράκα ως μέρος της ενδυμασίας τους. Πολλοί Λιμναδκιώτες φόρεσαν το ξενόφερτο ένδυμα από τα νεανικά τους χρόνια ίσα με το θάνατό τους. Εκατοντάδες από αυτούς αναχώρησαν στις αιώνιεςμονές, χωρίς να μείνουν γνωστοί στις νεότερες γενιές των συγχωριανών τους. Όμως, καταφέραμε να καταγράψουμε τα ονόματα αρκετών βρακοφόρων που έζησαν στο Λιμνάτι τον εικοστό αιώνα και αρχές του 21ου και αυτό, με τη βοήθεια του κου Ηλία Γεωργίου – Βιολάρη. Ως γνωστό, η βράκα τραγουδήθηκε από τη λαϊκή μούσα, σ’ ένα τραγούδι που παραμένει αγαπητό στον κυπριακό λαό, ανεξάρτητα φύλου και ηλικίας. Πιο κάτω ένα μικρό απόσπασμα του τραγουδιού:

«Ε, σαρανταδκυό πήχες παννίν,

σαρανταδκυό πήχες παννίν,

εκά, εκάμαν μου μια βράκαν.

Τη γέριμην την βράκα

που κάμνει τρίκκι τράκκα».

Ο τελευταίος βρακάς στο  Λιμνάτι ήταν ο Θεοχάρης Ζαβρός, ο οποίος απεβιώσε το έτος 2000. Στη συνέχεια παραθέτουμε τα ονόματα βρακάδων που έζησαν στο Λιμνάτι.  Μασσο-Νικολής, Γεώργιος Παρασκευά, Ανδρέας Τσίκκος, Γιωργαλλάς Μανώλη, Κωστής Τσαγκάρης (Τσουρουλής), Σοφοκλής Αζάς, Κώστας Ζαβρού, Κώστας Σάββα (Πυρούι), Πουζόχαμπος, Σωφρόνης Κωστηρής, Αριστόβουλος της Ταρεζούς, Αλέξανδρος Τζιωνής, Γιαννής Ζαβρού, Δημήτρης Τσιαμέττης, Νικόλας Φακαλά, Πετρής Φακαλά, Κωστής της Τερεζούς (Μασσοκωστής), Χριστοφής Σαζού, Μιχάλης Δαμιανού, Παναγιώτης Χάσανου, Ττοφής Δαμιανού, Δημήτρης Λοή, Χριστόδουλος Κουταλιανός, Ττοφής Θεορή, Στυλλής Σιαπανή, Θεοχάρης Ζαβρός, Πετρής Γιωρκάτζη, Πολλής Τσαγκάρη, Πετρής Τσαγκάρη, Ματθαίος Αλεξάνδρου, Νικόλας Αλουπουτή (Λουτσιάς), Δημήτρης Άνιφτος, Δημήτρης Αθκιακάρης, Παρασκευάς Κωνσταντή, Κλεάνθης Τσιαούση, Αρεστήρης Χαραλάμπους, Χριστοφής Τσουρής, Σάββας Παπαχριστοφόρου, Νικόλας Ηλία, Κούας, Σωφρόνης Χαλλατζή, Γερο Κωστηρής, Γληόρης Τσιακολής, Γεώργιος Ζαβρός, Ζηνωνής Αγαθόκλη, Γερο Τσιακολής, Κλεάνθης Μουσκαλλή, Γιωρκής Ασσιήκκης, Κωστής Τσιακολή Τρισιάρης, Πολλής Ηλία, Λακκοτρύπης, Κωστής Κατταλής, Ππίσσης.