Ο μακαριστός Ιεζεκιήλ υπηρέτησε ως εφημέριος στον Ιερό Ναό της Αγίας Νάπας Λεμεσού για εξήντα συνολικά χρόνια. Τα χρόνια της ιερατείας του ήταν χρόνια προσφοράς και αγάπης προς τους πονεμένους και τους πάσχοντες συνανθρώπους του. Η εφημερίδα «Αλήθεια» στην έκδοση της στις 26/04/1930, έγραψε ανάμεσα σ’άλλα για τον Ιερομόναχο Ιεζεκιήλ: «…..Προστάτευσε παραπλανηθείσας κόρας, πλείστα ορφανά και χήρας». Άσκησε τα ιερατικά του καθήκοντα μέσα στο πνεύμα και το νόμο του Θεού, τόσο μέσα στο ναό όσο κι έξω απ’αυτόν. Με προσπάθειες του απέτρεψε τον εξισλαμισμό νεαρών χριστιανών φτωχόπαιδων, τα οποία σε δύσκολες στιγμές της ζωής τους, αναζήτησαν στο μουσουλμανισμό καλύτερες συνθήκες επιβίωσης. Η εφημερίδα «Αλήθεια» σ’ έκδοση της στις12/04/1907, έγραψε για ένα τέτοιο περιστατικό: «Μικρόν ορφανόν παιδάκι υπηρετούν εν τουρκική τινι οικογενεία εις τα Πολεμίδια, παρεπείσθη προ τινων ημερών δι’υποσχέσεων και εγένετο Μωαμεθανός, υποστάν και την καθιερωμένην περιτομήν. Τούτο περιήλθεν εις γνώσιν του Ιερολογιωτάτου κ. Ιεζεκιήλ, όστις εκάλεσεν αμέσως τους συγγενείς και τον ανάδοχον του παιδιού εκ Πάφου και μετ’αυτών παρουσιάσθη εις την Ασυνομίαν, απαιτών την απόσπασιν του μικρού αρνιθρήσκου εκ της Τουρκικής οικογενείας. Ο Αστυνόμος άκουσε την υπόθεσιν και υπεσχέθη, ότι θα ενεργήση τα δεόντα εκ συνεννοήσεως μετά του Διοικητού. Ελπίζομεν ότι αι αρχαί θα πράξωσιν το καθήκον των ταχέως, διότι πληροφορούμεθα, ότι τα πνεύματα μεταξύ των δύο στοιχείων εις τα Πολεμίδια ήρξαντο ταραττόμενα, απειλουμένων φυλετικών ρήξεων». Ο αξιομακάριστος ιερομόναχος ενδιαφέρθηκε για την προστασία νεαρών κοριτσιών, τα οποία κατέρχονταν από τα χωριά τους στη Λεμεσό κι εργάζονταν σε διάφορα πλουσιόσπιτα ως υπηρέτριες. Με δική του πρωτοβουλία, οι κληρικοί της πόλης Λεμεσού, κατέγραψαν όλες τις οικιακές βοηθούς και προσπάθησαν να τις προστατέψουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Ο φιλόθεος Ιεζεκιήλ βοηθούσε τους λίγους που υπέφεραν, αλλά και τους πολλούς για πνευματική ωφέλεια. Αισθανόταν την πνευματική λειψυδρία που φώλιαζε στις ψυχές των συνανθρώπων του, γι’ αυτό μερίμνησε για τη δημιουργία των κατάλληλων πηγών, ώστε αυτές να ποτίζονται συχνά, με άφθονο και καθάριο νερό. Μια πρώτη πηγή, αναφέρεται η ίδρυση του θρησκευτικού συλλόγου «Ευσέβεια», ενός από τους πρώτους του νησιού, στον οποίο ο μακαριστός Γέροντας διετέλεσε Πρόεδρος γι’ αρκετά χρόνια. Από τη θέση αυτή ερχόταν σ’ επαφή με πολλά φτωχά παιδιά αλλά και μ’ ενήλικες,
που διψούσαν για μόρφωση. Για όλους αυτούς φρόντισε να μη στερηθούν το θείο δώρο της μάθησης, γι’ αυτό ίδρυσε νυκτερινή σχολή. Φρόντιζε να βρίσκεται κοντά στους πονεμένους, προσπαθώντας με κάθε δυνατό τρόπο, ν’ απαλύνει το πρόβλημα τους. Επισκεπτόταν ανθρώπους που ήταν κλεισμένοι σε «ολοκληρωτικά Ιδρύματα» και κυρίως φυλακισμένους, τους οποίους παρηγορούσε και στήριζε, ώστε ν’ αντέξουν τις δυσκολίες και να μη χαθούν. Μέσα από μια επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κύριλλο Γ΄ στις 27/11/1918, ζητούσε την παρέμβαση του Μακαριωτάτου για ν’ απονεμηθεί χάρη στη ζωή ενός δεκαεξάχρονου παιδιού από το χωριό Πάχνα, τ’ οποίο είχε καταδικαστεί σε θάνατο από το Κακουργοδικείο. Ο Γέροντας Ιεζεκιήλ προέβη στη συγκεκριμένη ενέργεια, γιατί όπως τόνιζε στην επιστολή του, πίστευε στην αθωότητα του νεαρού, τον οποίο εξομολογούσε καθημερινά για δεκαπέντε μέρες, ώστε ν’ αντιμετωπίσει τη θανατική του καταδίκη. Η προσπάθεια του όμως δεν έφερε αποτέλεσμα, γιατί η υπόθεση αντιμετωπίστηκε με βάση καθαρά νομικά κριτήρια, στηριγμένα στις μαρτυρίες που είχαν δοθεί.
Άλλη αξιοσημείωτη ενέργεια του αφανή εργάτη στον αμπελώνα του Ιησού Χριστού, ήταν η πρόληψη προσηλυτισμού ομάδων χωρικών στο Καθολικό δόγμα. Ήταν γύρω στο 1890, όταν ο Καθολικός ιερέας του ναού της Αγίας Αικατερίνης στη Λεμεσό, π. Τσελεστίνο, προσπάθησε να εντάξει στον Παπισμό απόγονους κρυπτοχριστιανών, στα χωριά Κυβίδες και Άγιος Τύχωνας. Αφού προχώρησε στη λειτουργία λατινικών σχολείων στ’ αναφερόμενα χωριά, προγραμμάτιζε τη συνέχιση της δραστηριότητας του και σε άλλες κοινότητες. Φρένο στις σκέψεις και το «έργο» του Τσελεστίνο έβαλε ο Πατήρ Ιεζεκιήλ, ο οποίος σε συνεργασία μ’ ένα άλλο εκλεκτό Λεμεσιανό πολίτη, τον Σχολάρχη Ανδρέα Θεμιστοκλέους, κινητοποίησαν τους Ορθόδοξους κατοίκους της πόλης, μ’ αποτέλεσμα την απομόνωση του Καθολικού ιερωμένου και την εγκατάλειψη των σχεδίων του. Ο δάσκαλος Μικέλλης Φραγκοφίνος ο οποίος εστάλη στις Κυβίδες και λειτούργησε δημοτικό σχολείο που λειτούργησε ως αντίβαρο εκείνου του Τσελεστίνο, σε σημείωμα του στην εφημερίδα «Σάλπιξ» στος 6/05/1911 αναφέρει σχετικά: «…δύο ευγενείς συμπολίται μου, ο αιδεσιμώτατος ιερομόναχος Ιεζεκιήλ Χριστοφίδης και ο φιλόπατρις και ευσεβής χριστιανός κ. Ζήνων Ι. Αραούζος, τακτικώς επεσκέπτοντο τας Κυβίδας, κηρύττοντες επ’ εκκλησίας και προτρέποντες τους χριστιανούς να αφήσωσι την σκολιάν οδόν και να ακολουθήσωσι την ευθείαν οδόν της χριστιανικής αλήθειας, εμμένοντες πιστοί εις τα πάτρια».
Η Εκκλησία της Κύπρου επιβραβεύοντας το πλούσιο πνευματικό και κοινωνικό έργο του θεοσεβή ιερομόναχου, το 1898 τον διόρισε Έξαρχο του Κιτιακού Θρόνου στην επαρχία Λεμεσού. Αργότερα το 1914 ο Μητροπολίτης Κιτίου Μελέτιος Μεταξάκης τον διόρισε μέλος της Θρονικής Επιτροπής της Μητρόπολης, ενώ το 1917 του ανέθεσαν καθήκοντα προέδρου των εκκλησιαστικών δικαστηρίων Λεμεσού. Το 1919 ο σεβάσμιος κληρικός της Αγίας Νάπας Λεμεσού προχειρίστηκε Οικονόμος. Η προχείριση του Ιεζεκιήλ σε Οικονόμο, έγινε δεκτή από τους Λεμεσιανούς με αισθήματα χαράς κι εκτίμησης. Χαρακτηριστική ήταν η αρθρογραφία της εφημερίδας «Σάλπιξ» στις 18/1. 07. 1919, για το εκκλησιαστικό αυτό γεγονός στην πόλη της Λεμεσού, για το οποίο έγραψε: «Η Α.Π. ο Μητροπολίτης Κιτίου, λειτουργήσας την παρελθούσαν Κυριακήν εν τω ναώ Αγίας Νάπας, προεχειρίσατο εις Οικονόμον τον από μακράς σειράς ετών υπηρετούντα εφημέριον εν τω ναώ Αγίας Νάπας Οσιολογιώτατον Ιερομόναχον κ. Ιεζεκιήλ. Η προχείρισις αύτη ηκούσθη μετά γενικής επιδοκιμασίας καθ’άπασαν την πόλιν, ήτις περιβάλλει δι’αληθινής αγάπης και εκτιμήσεως τον σεβάσμιον λευΐτην δια την εθνικωτάτην αυτού δράσιν, καθ’όλον το λευκόν στάδιον του βίου του. Οι συμπολίται μας δεν αγνοούν ποσάκις ο πατήρ Ιεζεκιήλ επρωτοστάτησεν προς διάσωσιν πτωχών παίδων και κορασίδων από του εξισλαμισμού και άλλων προσηλυτιστικών ενεργειών Φραγκισκανών ιερέων, αποσπάσας τον έπαινον όλης της πόλεως».
Από τις πολύχρονες υπηρεσίες του στην Εκκλησία και την Εκπαίδευση, ο ταπεινός εργάτης του πνεύματος, συγκέντρωσε το ποσό των 160 λιρών. Ένα ποσό τ’ οποίο δεν κληροδότησε σε συγγενικά του πρόσωπα, αλλά αξιοποίησε με τον τρόπο που ο ίδιος έκρινε καλύτερο. Θέλησε να βοηθήσει το σύνολο της αγαπημένης του κοινότητας Χοιροκοιτίας. Να το βοηθήσει πνευματικά, ένα τομέα τον οποίο αγάπησε, για τον οποίο εργάστηκε, στον οποίο πρόσφερε όσα του ήταν δυνατά. Έτσι προς τα τέλη της δεκαετίας του 1920 και για την ακρίβεια το 1928, με δικά του έξοδα, κτίστηκε «Αναγνωστήριο» για τη μόρφωση των συγχωριανών του. Για τις ανάγκες του Αναγνωστηρίου, ο Πατήρ Ιεζεκιήλ έστελνε τακτικά διάφορα περιοδικά και εφημερίδες. Η πληροφορία της ίδρυσης «Αναγνωστηρίου» στη Χοιροκοιτία, δίνεται μέσα από το ακόλουθο κείμενο, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Λεμεσού «Χρόνος», στις 29/06/1928: «Μετ’ ευχαριστήσεως πληροφορούμεθα, ότι το εν Χοιροκοιτία Αναγνωστήριον «Αγάπη» χωρεί ολοέν προς τα εμπρός με τον ζήλον και το ενδιαφέρον των μελών του. Ευχαριστίαι και δημόσιος έπαινος οφείλεται πράγματι εις τον εν τη πόλει μας ακούραστον γηραιόν λευΐτην αιδεσιμώτατον Ιεζεκιήλ Χριστοφίδην, όστις υπήρξεν ο εισηγητής της ωραίας αυτής ιδεάς και επρωτοστάτησεν εις το λαμπρόν τούτον έργον». Και πάλι στην εφημερίδα «Χρόνος» έκδοση 04/09/1929, υπάρχει είδηση που αναφέρεται σε δωρεές του Ιεζεκιήλ στον Ιερό Ναό της Χοιροκοιτίας: «……ο ευσεβής λευΐτης τυγχάνει δωρητής της Εκκλησίας Χοιροκοιτίας». Αναφορικά με την ίδρυση Αναγνωστηρίου, έχουμε και δεύτερη πληροφορία και μάλιστα από κάτοικο της Χοιροκοιτίας, ο οποίος σ’ επιστολή του στην εφημερίδα της Λάρνακας «Ισότης» έγραψε: «Εις το χωρίον μας έχει ανεγερθή τελευταίως εις την πλατείαν μας ωραίον κτίριον, οφειλόμενον εις την γενναιοδωρίαν του εν Λεμεσώ συγχωρίου μας αιδεσιμωτάτου παπά Ιεζεκιήλ Χριστοφίδου, Ιερομονάχου. Είναι διώροφον οίκημα, προορισμένον δια αναγνωστήριον του χωρίου μας. Ο δωρητής επιδιώκει την ηθικοκοινωνικήν ανάπτυξιν των κατοίκων και προς τον σκοπόν τούτον αποστέλλει περιοδικά και εφημερίδες». Σε κατοπινό στάδιο το «Αναγνωστήριο» εγκαταλείφθηκε και το κτίριο διαχωρίστηκε σε καταστήματα τα οποία προσφέρονται για ενοικίαση. Στις μέρες μας, το ένα από αυτά χρησιμοποιείται ως καφενείο. Στο ύψος της κύριας εισόδου του καφενείου, μια εγχάρακτη επιγραφή, αναφέρεται στη δωρεά του Οικονόμου Ιεζεκιήλ: «ΔΙΑ ΔΩΡΕΑΣ ΤΟΥ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΙΕΖΕΚΙΗΛ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΟΥ».
Τον Απρίλη του 1923, σε ηλικία εβδομήντα-τεσσάρων χρόνων, ο Πατήρ Ιεζεκιήλ αποχώρησε από την ενεργό υπηρεσία του στην εκκλησία της Αγίας Νάπας. Μερικά χρόνια αργότερα προσβλήθηκε από ανίατη αρρώστια, η οποία τον ταλαιπώρησε σοβαρά. Το καλοκαίρι του 1929 μετέβηκε για θεραπεία στην Αθήνα, στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Επέστρεψε στην Κύπρο στα τέλη του Ιούλη του ίδιου χρόνου κι εννιά μήνες αργότερα, τον Απρίλη του 1930, άφησε τα εγκόσμια.
Παναγιώτης Αμυγδάλης
Ανάμεσα στα πρόσωπα που βοήθησαν την κοινότητα Χοιροκοιτίας, με το δικό τους τρόπο, ήταν και το τέκνο της, μακαριστός πια, δάσκαλος Παναγιώτης Θ. Αμυγδάλης. Γεννήθηκε στη Χοιροκοιτία το 1902. Γονείς του ήταν ο Θεόδωρος το γένος Κολόκα και μητέρα του η Αικατερίνη. Μεγάλωσε στη Χοιροκοιτία όπου και τέλειωσε το Δημοτικό Σχολείο. Στη συνέχεια φοίτησε σε Γυμνάσιο της Λάρνακας και στο Ιεροδιδασκαλείο της ίδιας πόλης. Υπηρέτησε ως Δημοδιδάσκαλος σε χωριά της Κύπρου, ανάμεσα στα οποία και στη γενέτειρα του, κατά τη χρονιά 1921. Το 1931 ο μακαριστός δάσκαλος Αμυγδάλης, ύστερα από σύγκρουση του με τις βρετανικές αρχές που εξουσίαζαν την Κύπρο, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την ιδιαίτερη του πατρίδα και να μεταβεί στην Ελλάδα. Εγκαταστάθηκε στην Ελευθερούπολη -επαρχία Παγγαίου, Νομός Καβάλλας- και διορίστηκε δημοδιδάσκαλος. Στην Ελλάδα παντρεύτηκε, αλλά από το γάμο του δεν ευτύχησε ν’ αποκτήσει παιδιά.
Έχοντας πάντα στο νου και στην καρδιά του την αγαπημένη του γενέτειρα Χοιροκοιτία, το 1969 αποφάσισε τη σύσταση Ιδρύματος με την ονομασία «Μορφωτικό Ίδρυμα Χοιροκοιτίας ο Παπαπέτρος». Παρά τις προσπάθειες μας, δεν έγινε κατορθωτή η πληροφόρηση, για την επιλογή της επωνυμίας «Παπαπέτρος». Κύριος σκοπός της σύστασης του Ιδρύματος, ήταν η παροχή υποτροφιών σε άριστους απόφοιτους του Δημοτικού Σχολείου Χοιροκοιτίας, για συνέχιση των σπουδών τους σε Γυμνάσιο ή και σε Ανώτερα και Ανώτατα Ιδρύματα. Σύμφωνα με το Καταστατικό του Ιδρύματος, η διοίκηση του θ’ απαρτίζεται από τ’ ακόλουθα πρόσωπα: α) Πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου Χοιροκοιτίας (Πρόεδρος). β) Διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Χοιροκοιτίας (Γραμματέας). γ) Πρόεδρος Εκκλησιαστικής Επιτροπής του Ιερού Ναού Αγίου Ιακώβου του Πέρση Χοιροκοιτίας. δ) Πρόεδρος της Σχολικής Εφορείας του Δημοτικού Σχολείου Χοιροκοιτίας και ε) Πρόεδρος της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Χοιροκιτίας.
Μετά τη σύσταση του Ιδρύματος, ο Παναγιώτης Αμυγδάλης κατέθεσε σε πρώτο στάδιο, στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας το χρηματικό ποσό των 432.000 δραχμών, το οποίο κατά τη χρονολογία κατάθεσης του (1969) αντιστοιχούσε με 6.000 κυπριακές λίρες. Λίγα χρόνια αργότερα (1972) ο ευεργέτης της κοινότητας, κατέθεσε και νέο χρηματικό ποσό (3.000 κυπριακές λίρες) για ενίσχυση του σκοπού. Η διοίκηση του Ιδρύματος, σύμφωνα και με άρθρο του Καταστατικού, δικαιούται να χρησιμοποιεί μόνο τους τόκους του «κεφαλαίου» για την παραχώρηση υποτροφιών.
Με την αξιέπαινη κι αξιοθαύμαστη πράξη του, ο φιλόμουσος και φιλόπατρης εκπαιδευτικός Παναγιώτης Θ. Αμυγδάλης, έδειξε έμπρακτα, με τον καλύτερο τρόπο, την αγάπη του στα Γράμματα και στη γενέθλια του κοινότητα. Το Ίδρυμα «Ο Παπαπέτρος» συνεχίζει μέχρι τις μέρες μας την προσφορά του, αφού το αρχικό ποσό που κατατέθηκε για το σκοπό αυτό, παραμένει άθειχτο κι από τους τόκους του, ωφελούνται άριστοι μαθητές της Χοιροκοιτίας. Το Κοινοτικό Συμβούλιο τιμώντας τη μνήμη του άξιου τέκνου της κοινότητας, έδωσε το όνομά του, σε μια από τις οδούς της.